- κατηγοριάρης, -α, -ικο
- αυτός που ευχαριστιέται να κατηγορεί, κακόγλωσσος, κουτσομπόλης: Δε θα γίνω εγώ κατηγοριάρης, επειδή το θες εσύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατηγοριάρης — (I) α, ικο φιλοκατήγορος, κακόγλωσσος, κουτσομπόλης, συκοφάντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατηγορία + κατάλ. άρης*]. (II) κατηγοριάρης και καταγοριάρης, ὁ (Μ) εκκλησιαστικό οφίκιο, υπάλληλος τού ναού τής Αγίας Σοφίας που φρόντιζε για τον ευτρεπισμό τού ναού … Dictionary of Greek